- θεώριος
- θεώριος και δωρ. τ. θεάριος, -ον (ΑΜ) [θεωρός]το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριοντο θέαμααρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεωρούς2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριονθέση για τους θεωρούς, θεωρείο3. ως κύριο όν. ὁ Θεώριοςεπίθ. τού Απόλλωνος.
Dictionary of Greek. 2013.