θεώριος

θεώριος
θεώριος και δωρ. τ. θεάριος, -ον (ΑΜ) [θεωρός]
το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον
το θέαμα
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεωρούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεώριον
θέση για τους θεωρούς, θεωρείο
3. ως κύριο όν. ὁ Θεώριος
επίθ. τού Απόλλωνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεώριος — box neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρίη — θεώριος box neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θεώριος box neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θεωρία sending of fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωριῶν — θεώριος box neut gen pl (attic epic doric) θεωρία sending of fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρίην — θεώριος box neut acc sg θεωρία sending of fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… …   Dictionary of Greek

  • θεωρία — θεωρίᾱ , θεώριος box neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) θεωρίᾱ , θεωρία sending of fem nom/voc/acc dual θεωρίᾱ , θεωρία sending of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”